-
1 σύμμεικτος
σύμμεικτος (on the spellingA v. μείγνυμι), ον, also η, ον Stob.3.17.28 (v.l.):—commingled, promiscuous, ;σύμμεικτα.. βουκόλων φρουρήματα S.Aj.53
; ; σ. εἶδος, of the Minotaur, ib. 996; esp. of irregular troops,σ. στρατός Hdt.7.55
; ἄνθρωποι, ὄχλοι, Th.6.4, 17; opp. true citizens, Id.4.106; ξενικὸν ἀργύριον ς. miscellaneous, IG12.310.302;σ. χαλκώματα Lys.19.27
;χρυσία σ. διάλιθα IG22.1388.63
;πρόβατα PTeb.53.19
(ii B.C.), etc. Adv.- τως Str.1.2.27
(v.l.).2 c. dat., θυσίαι τελεταῖς ς. Pl.Lg. 738c.3 compounded,ἐκ γῆς τε καὶ ὕδατος Id.Ti. 61a
, cf. Lg. 692a; σ. [λόγος] consolidated account, PLond.3.1157.1 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμμεικτος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский